ακάμωτος — η, ο 1.αυτός που δεν είναι καμωμένος, ασυντέλεστος: Ο δρόμος είναι ακόμη ακάμωτος. 2. (για καρπούς), αγίνωτος: Τα σταφύλια ήταν ακάμωτα. 3. (για χωράφια), αυτός που δεν οργώθηκε: Το χωράφι είναι ακάμωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμωσιά — η [ακάμωτος] 1. το να είναι κάτι ακάμωτο, μισοτελειωμένο 2. η αργία, η τεμπελιά 3. μέρος τού χωραφιού που μένει ακαμάτευτο, που δεν τό οργώνουν … Dictionary of Greek
ανέτοιμος — η, ο (Α ἀνέτοιμος, ον) αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος 2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτος αρχ. ανέφικτος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Στάβιες — Ημιορεινός οικισμός (287 κάτ., υψόμ. 240 μ.), στην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα δυτικά του Πύργου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (49 τ. χλμ., 656 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις οικισμοί, τα Καπετανιανά… … Dictionary of Greek